Η δημιουργία και αναμόρφωση των εθνικών συστημάτων υγείας αποτελεί ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των ευρωπαϊκών χωρών, όπως και άλλων χωρών σε όλο τον κόσμο. Δεδομένων των μεταβολών στην δημογραφία, στις ιατρικές εξελίξεις, στα οικονομικά της υγείας και στις ανάγκες και προσδοκίες των ασθενών, αναζητούνται νέοι τρόποι παροχής και απονομής της φροντίδας υγείας. Τα συστήματα υγείας που βασίζονται σε αποτελεσματική πρωτοβάθμια φροντίδα (ΠΦΥ) με υψηλά εκπαιδευμένους Γενικούς Ιατρούς (Οικογενειακούς Ιατρούς), τεκμηριωμένα παρέχουν περισσότερο αποδοτική κλινικά και οικονομικά, φροντίδα, παρά εκείνα με χαμηλό προσανατολισμό προς την πρωτοβάθμια φροντίδα.
Οι Γενικοί / Οικογενειακοί Ιατροί εξασκούν τον επαγγελματικό ρόλο τους προάγοντας την υγεία, προλαμβάνοντας τη νόσο και παρέχοντας θεραπεία, φροντίδα ή παρηγορία. Αυτό επιτυγχάνεται είτε απευθείας είτε διαμέσου των υπηρεσιών άλλων σύμφωνα με τις ανάγκες υγείας και τους διαθέσιμους -μέσα στην κοινότητα όπου υπηρετούν- πόρους, υποβοηθώντας τους ασθενείς, όπου χρειάζεται, στην αξιολόγηση αυτών των υπηρεσιών. Ο Οικογενειακός Ιατρός ως βασικό γρανάζι ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας ουσιαστικά οφείλει να:
α) αποτελεί το σημείο της πρώτης ιατρικής επαφής μέσα σε ένα εθνικό σύστημα φροντίδας υγείας, παρέχοντας ανοιχτή και απεριόριστη πρόσβαση στους χρήστες του, ασχολούμενος με όλα τα προβλήματα υγείας ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό του ενδιαφερόμενου ατόμου.
Σημαντικό είναι να μην υπάρχουν περιορισμοί στην πρόσβαση και οι Οικογενειακοί Ιατροί να αντιμετωπίζουν όλα τα είδη προβλημάτων υγείας που καλύπτουν όλο το εύρος των πολιτών ασχέτως ηλικίας ή φύλου. Η Γενική Ιατρική πρέπει ουσιαστικά να αποτελεί τον πρώτο και τον ουσιώδη πόρο παροχής υπηρεσιών υγείας και να καλύπτει ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων προσδιοριζόμενο από τις ανάγκες και τις θελήσεις των ασθενών. Αυτή η άποψη προβάλλει τις πολλές όψεις του επιστημονικού κλάδου και την ευκαιρία της χρήσης τους στη διαχείριση ατομικών και κοινοτικών προβλημάτων.
β) κάνει αποδοτική χρήση των πόρων φροντίδας υγείας μέσα από τη συντονισμένη φροντίδα, συνεργαζόμενος με άλλους επαγγελματίες υγείας στον χώρο της πρωτοβάθμιας φροντίδας και διαχειριζόμενος την επικοινωνία με άλλες ιατρικές ειδικότητες, παίζοντας ρόλο συνηγόρου υπέρ του ασθενούς, όταν αυτό χρειασθεί.
Αυτός ο συντονιστικός ρόλος αποτελεί ένα κομβικό χαρακτηριστικό της οικονομικά αποδοτικής χρήσης (cost effectiveness) της καλής ποιότητας πρωτοβάθμιας φροντίδας, η οποία εξασφαλίζει ότι οι ασθενείς θα δουν τον πλέον κατάλληλο επαγγελματία φροντίδας υγείας για το ιδιαίτερο πρόβλημά τους. Η σύνθεση των ομάδων των διαφόρων παροχέων φροντίδας, η κατάλληλη διανομή (κυκλοφορία) των πληροφοριών και οι ρυθμίσεις για τη συνταγογράφηση βασίζεται στην ύπαρξη μίας συντονιστικής μονάδας. Η Γενική Ιατρική μπορεί να εκπληρώσει αυτό τον κεντρικό ρόλο, εφόσον οι δομικές συνθήκες του συστήματος υγείας το επιτρέπουν. Η ανάπτυξη
ομαδικής εργασίας περί τον ασθενή με εμπλοκή όλων των επαγγελματιών υγείας θα λειτουργήσει εν τέλει προς όφελος της ποιότητας της φροντίδας υγείας.
Διαχειριζόμενος την επικοινωνία με άλλες ιατρικές ειδικότητες, ο κλάδος της Γενικής Ιατρικής εξασφαλίζει ότι εκείνοι που απαιτούν υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας, που ανευρίσκονται στον χώρο της δευτεροβάθμιας φροντίδας, μπορούν να έχουν κατάλληλη πρόσβαση προς αυτές, καθοδηγώντας τους έτσι μέσα από τις πολυπλοκότητες του συστήματος φροντίδας υγείας.
γ) αναπτύσσει μία μοναδική προσωποκεντρική προσέγγιση, επικεντρωμένη στο άτομο, την οικογένειά του και την κοινότητά τους.
Η Οικογενειακή Ιατρική ασχολείται με ανθρώπους και τα προβλήματά τους μέσα στο πλαίσιο των περιστάσεων της ζωής τους, και όχι με απρόσωπες παθολογίες ή “περιστατικά”. Το σημείο αναφοράς της διαδικασίας είναι ο ασθενής. Είναι σημαντικό να γίνεται κατανοητό το πως οι ασθενείς βλέπουν και αντιμετωπίζουν την ασθένειά τους καθώς και το πως διαχειρίζονται την ίδια την διεργασία της ασθένειας. Ο κοινός παρονομαστής είναι τα άτομα με τις πεποιθήσεις, τους φόβους, τις προσδοκίες και τις ανάγκες τους.
δ) διαθέτει μία μοναδική διαδικασία – τεχνική συμβουλευτικής συνέντευξης, μέσα από την οποία καθιερώνεται μία προσωπική σχέση πέρα από χρονικά όρια, με τη βοήθεια αποτελεσματικής επικοινωνίας ανάμεσα στον ιατρό και τον ασθενή.
Κάθε επαφή ανάμεσα στους ασθενείς και στον Οικογενειακό τους Ιατρό συμβάλλει σε μία θετική εξελικτική διαδικασία προσέγγισης και κάθε ξεχωριστή συνέντευξη μπορεί να επιπροστεθεί σε αυτή την προηγηθείσα κοινή εμπειρία. Η αξία αυτής της προσωπικής σχέσης προσδιορίζεται από τις επικοινωνιακές ικανότητες του Οικογενειακού Ιατρού και είναι αυτή καθεαυτή θεραπευτική. Κάθε επαφή ανάμεσα στους ασθενείς και στον Οικογενειακό τους Ιατρό συμβάλλει σε μία θετική εξελικτική διαδικασία προσέγγισης και κάθε ξεχωριστή συνέντευξη μπορεί να επιπροστεθεί σε αυτή την προηγηθείσα κοινή εμπειρία. Η αξία αυτής της προσωπικής σχέσης προσδιορίζεται από τις επικοινωνιακές ικανότητες του Οικογενειακού Ιατρού και είναι αυτή καθεαυτή θεραπευτική.
ε) είναι υπεύθυνος για την παροχή μακροχρόνιας συνέχειας στη φροντίδα, όπως αυτό προσδιορίζεται από τις ανάγκες του ασθενή. Η προσέγγιση της Γενικής Ιατρικής οφείλει να είναι σταθερή από τη στιγμή της γέννησης μέχρι και τον θάνατο ενός ατόμου. Εξασφαλίζει τη συνέχεια της φροντίδας παρακολουθώντας τους ασθενείς καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Ο ιατρικός φάκελος (αρχείο) είναι η ρητή απόδειξη αυτής της σταθερότητας. Αποτελεί την αντικειμενική μνήμη των συνεντεύξεων, αλλά μόνο ένα μέρος της κοινής ιστορίας ιατρού – ασθενή. Οι Οικογενειακοί Ιατροί πρέπει να είναι επίσης, υπεύθυνοι για την εξασφάλιση παροχής φροντίδας υγείας καθόλο το 24ωρο, προμηθεύοντας και συντονίζοντας αυτή τη φροντίδα, όταν δεν είναι ικανοί να την παρέχουν προσωπικά.
στ) διαθέτει μία ειδική διαδικασία λήψης αποφάσεων προσδιοριζόμενη από τις έννοιες του επιπολασμού και της επίπτωσης
των ασθενειών στην κοινότητα.
Τα προβλήματα εμφανίζονται στους Οικογενειακούς Ιατρούς στην κοινότητα με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο από τον τρόπο εμφάνισης τους στην δευτεροβάθμια φροντίδα. Ο επιπολασμός και η επίπτωση των ασθενειών είναι διαφορετική από την επιφαινόμενη σε ένα νοσοκομειακό ίδρυμα και οι σοβαρές παθήσεις εμφανίζονται λιγότερο συχνά στη Γενική Ιατρική από ότι στο Νοσοκομείο επειδή δεν υπάρχει προηγούμενη επιλογή. Το φαινόμενο αυτό απαιτεί μία ειδική διαδικασία λήψης αποφάσεων βασισμένη στις πιθανότητες η οποία διαμορφώνεται από τη γνώση των ασθενών και της κοινότητας. Η προγνωστική αξία, θετική ή αρνητική, ενός κλινικού σημείου ή μίας διαγνωστικής δοκιμασίας φέρει ένα διαφορετικό βάρος στην Οικογενειακή Ιατρική σε σύγκριση με το νοσοκομειακό ίδρυμα.
ζ) διαχειρίζεται ταυτόχρονα και οξέα και χρόνια προβλήματα υγείας των ασθενών του.
Η Οικογενειακή Ιατρική αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα φροντίδας υγείας ενός συγκεκριμένου ασθενή. Δεν μπορεί να αυτοπεριορισθεί μόνο στη διαχείριση της εμφανιζόμενης ασθένειας και συχνά ο Ιατρός θα πρέπει να διαχειρισθεί πολλαπλά προβλήματα. Ο ασθενής συχνά προσέρχεται στη συνέντευξη με αρκετά παράπονα (προβλήματα), ο αριθμός των οποίων αυξάνεται με
την ηλικία. Η ταυτόχρονη απάντηση σε αρκετές απαιτήσεις καθιστά αναγκαία μία ιεραρχική διαχείριση των προβλημάτων, η οποία λαμβάνει υπόψη της τις προτεραιότητες τόσο του ασθενούς όσο και
του ιατρού.
η) διαχειρίζεται ασθένειες οι οποίες εμφανίζονται με έναν μη διαφοροποιημένο, μη ειδικό τρόπο σε κάποιο πρώιμο στάδιο της εξέλιξής τους και οι οποίες μπορεί να απαιτήσουν επείγουσα παρέμβαση.
Ο ασθενής συχνά προσέρχεται κατά την έναρξη των συμπτωμάτων και είναι δύσκολο να τεθεί η διάγνωση σε ένα πρώιμο στάδιο. Αυτός ο τρόπος εμφάνισης σημαίνει ότι σημαντικές για τους ασθενείς αποφάσεις πρέπει να ληφθούν επί τη βάσει περιορισμένης πληροφόρησης καθώς και η προγνωστική αξία της κλινικής εξέτασης και των κλινικών δοκιμασιών είναι λιγότερο βέβαιη. Ακόμα και όταν τα κλινικά σημεία μίας συγκεκριμένης νόσου είναι γενικά καλά γνωστά, αυτό δεν ισχύει για τα πρώιμα σημεία της νόσου, τα οποία είναι, συνήθως, μη ειδικά και κοινά σε μία πλειονότητα παθήσεων. Η διαχείριση του κλινικού κινδύνου κάτω από αυτές τις περιστάσεις αποτελεί ένα κεντρικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του επιστημονικού κλάδου. Έχοντας αποκλείσει μία άμεση σοβαρή έκβαση, η απόφαση μπορεί πολύ καλά να χρειαστεί να αναμένει περαιτέρω εξελίξεις και υστερότερη επανεξέταση. Το αποτέλεσμα μίας μοναδικής ιατρικής συνέντευξης συχνά παραμένει στο επίπεδο ενός ή μερικών συμπτωμάτων, μερικές φορές στην υποψία μίας νόσου, σπάνια σε μία ολοκληρωμένη διάγνωση.
θ) προάγει την υγεία και την ευεξία μέσα από κατάλληλες και αποτελεσματικές παρεμβάσεις. Οι παρεμβάσεις πρέπει να είναι κατάλληλες, αποτελεσματικές και βασισμένες σε ισχυρές ενδείξεις, όποτε αυτό είναι δυνατό. Κάποια παρέμβαση, όταν τίποτα δεν χρειάζεται, μπορεί να προκαλέσει βλάβη
και κατασπαταλεί πολύτιμους πόρους φροντίδας υγείας.
ι) έχει μία ιδιαίτερη ευθύνη για την υγεία της κοινότητας. Ο επιστημονικός κλάδος αναγνωρίζει ότι έχει την υπευθυνότητα τόσο για τον συγκεκριμένο ασθενή όσο και για την ευρύτερη κοινότητα ως προς την αντιμετώπιση θεμάτων φροντίδας υγείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό μπορεί να δημιουργήσει ένταση και μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις συμφερόντων, οι οποίες θα πρέπει να ρυθμισθούν κατάλληλα.
Ως εκ των άνω η πολιτική υγείας κάθε κράτους οφείλει να δώσει την κατάλληλη βαρύτητα και σημασία στον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Οικογενειακή Ιατρική μέσα σε ένα Γενικό Εθνικό Σύστημα Υγείας χρησιμοποιώντας την ως τον βασικό πυλώνα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Κάτι τέτοιο αναμένεται να βελτιώσει ποικιλοτρόπως την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας ενώ παράλληλα θα συμβάλει τα μέγιστα στη συγκράτηση των δαπανών που ρέουν ανεξέλεγκτα προς τον χώρο της υγείας τα τελευταία χρόνια χωρίς όμως να έχουν και ουσιαστικό αντίκτυπο στην αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα αυτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου