Ο όρος προβιοτικά, αναφέρεται σε ζωντανούς
μικροοργανισμούς, οι οποίοι προσομοιάζουν με αυτούς που φυσιολογικά «κατοικούν»
στο σώμα μας. Τα προβιοτικά υπάρχουν σε ορισμένα τρόφιμα, όπως τα γιαούρτια,
αλλά και σε κάποια συμπληρώματα διατροφής με πιο γνωστά τους λακτοβάκιλλους (ή
γαλακτικά βακτήρια) και τα μπιφιδοβακτήρια. Ο εντοπισμός των ευεργετικών
δράσεων τους, τα έχει αναγάγει τα τελευταία χρόνια στο κέντρο του ερευνητικού
ενδιαφέροντος. Η δράση τους οφείλεται κύρια στο γεγονός ότι επάγουν την
ανάπτυξη των «καλών» βακτηρίων στο έντερο μας με αποτέλεσμα τη συνέργεια στην
υγεία και ευεξία.
Μείωση στους πληθυσμούς των «καλών» βακτηρίων
στο έντερό μας, ή οποιαδήποτε συσχετιζόμενη μεταβολή στη σύσταση της εντερικής μικροχλωρίδας
(στο σύνολο των μικροοργανισμών του εντέρου δηλαδή) δύναται να διαταράξει την
ομαλή λειτουργία του πεπτικού συστήματος με πολλαπλές αλυσιδωτές συνέπειες στην
υγεία μας. Μια από τις πιο συνηθισμένες αιτίες της εμφάνισης της ανωμαλίας
αυτής αποτελεί η θεραπευτική αγωγή με αντιμικροβιακά φαρμακευτικά σκευάσματα τα
οποία αν και, στοχεύουν στην καταπολέμηση κάποιου βλαβερού μικροοργανισμού, επιδρούν
παράλληλα δυσμενώς, τόσο στον μεταβολισμό των υδατανθράκων, των λιπαρών οξέων
και των χολικών αλάτων, όσο και στην ισορροπία της μικροχλωρίδας του
γαστρεντερικού σωλήνα. Η μείωση του πληθυσμού των 'φιλικών' βακτηρίων, ευνοεί
την ανάπτυξη και τελικά την επικράτηση παθογόνων βακτηρίων, με σύνηθες επακόλουθο
τη δημιουργία φλεγμονών στο έντερο, την εμφάνιση διαρροϊκών κενώσεων καθώς και
άλλων διαταραχών που σχετίζονται με τη λειτουργία του γαστρεντερικού μας
συστήματος. Έτσι, τα βακτήρια - του εντερικού σωλήνα - αδυνατούν πλέον να
προστατέψουν από λοιμώξεις παθογόνων ενώ συνήθως απαιτούνται και αρκετές
εβδομάδες, μετά το πέρας της κάθε αγωγής, ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία της
μικροχλωρίδας του εντέρου.
Η πρόκληση διάρροιας αποτελεί συνήθη
παρενέργεια μιας θεραπείας με αντιβιοτικά της οποίας η ένταση και διάρκεια ενισχύεται
από παράγοντες κινδύνου, όπως η χρήση ευρέως φάσματος αντιβιοτικών σκευασμάτων,
η ηλικία, η κατάσταση υγείας του ατόμου, καθώς επίσης και οι επικρατούσες
συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης. Παρατηρείται δε, κατά τη διάρκεια της
θεραπευτικής αγωγής ή ακόμη και μέχρι 20 ημέρες έπειτα ενώ είναι ιδιαίτερα
συχνή αφού εμφανίζεται με συχνότητα κοντά στο 20% των περιπτώσεων και μπορεί να
είναι ιδιαιτέρως απειλητική όταν έχει μακρά διάρκεια κυρίως σε ευάλωτους
πληθυσμούς ασθενών όπως οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά.
Στο ζήτημα αυτό, εμφανίζονται τα προβιοτικά
έχοντας το ρόλο τόσο της πρόληψης όσο και ανάμεσα σε άλλα της αντιμετώπισης των
προκληθέντων από τη χορήγηση αντιβίωσης, διαρροιών. Με ανταγωνιστική δράση στους
παθογόνους μικροοργανισμούς της γαστρεντερικής οδού εμποδίζουν ουσιαστικά την
ανάπτυξη «κακών» βακτηρίων αποτελώντας αναπόσπαστο συμπληρωματικό κομμάτι στα πλείστα
αντιβιοτικά θεραπευτικά σχήματα που ακολουθούνται.
Σημαντική παράμετρος της αποτελεσματικής
δράσης των προβιοτικών αποτελεί η χρονική στιγμή της λήψης τους η οποία θα
πρέπει να απέχει αρκετά από την ώρα λήψης της αντιβίωσης προκειμένου να
αποφευχθεί η εξουδετέρωση των προβιοτικών από τους αντιμικροβιακούς παράγοντες (τις
δραστικές ουσίες ενός αντιβιοτικού φαρμακευτικού σκευάσματος).
Να σημειωθεί ότι, τα τελευταία χρόνια
πληθαίνουν οι επιστημονικά βασισμένες μελέτες οι οποίες συνδέουν άμεσα τη
σημαντική μείωση του κινδύνου εμφάνισης διαρροϊκών κενώσεων (λόγω λήψης αντιβίωσης)
με τη βοήθεια της χρήσης προβιοτικών. Φαίνεται πως, η χρήση Lactobacillus GG,
Saccharomyces boulardii, ή ακόμα και ένας συνδυασμός διαφόρων τύπων προβιοτικών, αποτελεί από τις
πιο αποτελεσματικές προσεγγίσεις στο πρόβλημα. Πιο συγκεκριμένα, εντοπίστηκε
ότι τα προβιοτικά, συμπεριλαμβανομένου του L.bulgaricus και L.acidophilus, συντείνουν
καταλυτικά στη μείωση της εμφάνισης διαρροϊκών κενώσεων (ως επακόλουθο της
χορήγησης αντιβίωσης) έως και στο 55% των περιστατικών.
Έρευνες δεικνύουν επίσης σημαντική
ωφέλεια της χρήσης προβιοτικών και στις περιπτώσεις πρόληψης ή προσπάθειας
ίασης των ουρολοιμώξεων. Με τον όρο ουρολοίμωξη εννοούμε την ύπαρξη μικροβίων στα ούρα
του ασθενούς, ως αποτέλεσμα, συνήθως, του αποικισμού τους στην ουρήθρα και της
εγκατάστασης τους στην ουροδόχο κύστη. Στην πλειονότητα τους, οι ουρολοιμώξεις
πλήττουν το γυναικείο φύλο λόγω ανατομίας ενώ στον γενικότερο πληθυσμό, τα
άτομα που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο είναι τα σεξουαλικώς ενεργά, αυτά με
φτωχή υγιεινή, καθώς και οι νοσηλευόμενοι ασθενείς.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει
και αριθμός μελετών που έχουν γίνει προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης ή/και
πρόληψης υποτροπιαζουσών τύπων ουρολοιμώξεων, εστιάζοντας σε μια εναλλακτική
θεραπεία η οποία περιλαμβάνει τα προβιοτικά. Σε κάποιες των περιπτώσεων η δράση
του Cranberry (ένα είδος μούρου) όταν καταναλωθεί σε συμπυκνωμένη μορφή, δύναται
να λειτουργήσει συνεργιστικά με τα προβιοτικά εμποδίζοντας παράλληλα την
προσκόλληση των βακτηριδίων στην ουροδόχο κύστη.
Ως εκ των άνω, τα προβιοτικά μπορούν να
λαμβάνονται και σε προληπτική βάση για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης κάποιων
συγκεκριμένων λοιμώξεων ενώ σε καμιά των περιπτώσεων δεν μπορούν να αποτελέσουν
υποκατάστατο ενός θεραπευτικού φαρμακευτικού σχήματος.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσε να λεχθεί πως
ωφέλιμο θα ήταν να συμπεριληφθεί η λήψη προβιοτικών στις διατροφικές μας
συνήθειες με ουσιαστικό γνώμονα τις κυριότερες "ωφέλιμες" δράσεις
τους οι οποίες εστιάζονται στην:
(α) Επαναφορά της ισορροπίας στην εντερική χλωρίδα και εξασφάλιση της επικράτησης των «καλών» βακτηρίων έναντι των παθογόνων στο έντερο.
(β) Μεγιστοποίηση της άμυνας του οργανισμού έναντι παθογόνων μικροοργανισμών οι οποίοι προκαλούν λοιμώξεις.
Μάριος Κ.
Γενακρίτης
GMDP Inspector
BSc. Pharmacy
/ MSc. Health Management
16 Αυγούστου
2016