Το ΕΣΥ, εδώ και αρκετά χρόνια, βρίσκεται σε συνεχή πορεία απαξίωσης. Υποχρηματοδοτούμενο, με σοβαρές ελλείψεις στο ανθρώπινο δυναμικό, με αναχρονιστικές μορφές διοίκησης και κυρίως με ανύπαρκτη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), παρά την πληθώρα προμηθευτών πρωτοβάθμιας περίθαλψης.
Η ΠΦΥ είναι μια συγκροτημένη στρατηγική υγείας, που, εκτός από περίθαλψη, οφείλει να προσφέρει πρόληψη και φροντίδα μέσω συγκεκριμένων θεσμών, όπως τα Κέντρα Υγείας (Κ.Υ.) και η οικογενειακή ιατρική.
* Στην Ελλάδα οικογενειακή ιατρική δεν έχουμε ακόμα, τα δε αγροτικά Κ.Υ. του ΕΣΥ χωρίς επαρκή χρηματοδότηση και στελέχωση, προσφέρουν ανεπαρκή πρωτοβάθμια περίθαλψη και όχι ΠΦΥ. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που σύμφωνα με την έκθεση για τις «Υπηρεσίες Υγείας στην Ελλάδα», που δώσαμε πριν λίγες μέρες στη δημοσιότητα, μόνο το 20% του αγροτικού πληθυσμού χρησιμοποιεί τα Κ.Υ. της περιοχής τους, ενώ η πλειονότητα προστρέχει στον ιδιωτικό τομέα.
Η έλλειψη, όμως, της ΠΦΥ και συνακόλουθα της πρόληψης έχει δραματικές συνέπειες στην υγεία του ελληνικού πληθυσμού, στη λειτουργία των νοσοκομείων και στην οικονομική επιβάρυνση της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία σπαταλά ανεξέλεγκτα στον ιδιωτικό τομέα αντί να συμβάλλει στην οικονομική βιωσιμότητα του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
* Τα οξυμένα αυτά προβλήματα ασφαλώς και καθιστούν ευπρόσδεκτη την πρόσφατη πρωτοβουλία του υπουργείου Υγείας να θέσει σε δημόσια διαβούλευση ένα νέο σχέδιο νόμου για την ΠΦΥ.
Το σχέδιο αυτό βασίζεται σε ορισμένες σωστές επιλογές, όπως είναι η συγκρότηση ενός Γενικού Συστήματος ΠΦΥ υπό τη μορφή Δικτύου, στο οποίο θα συμμετέχουν οι φορείς του ΕΣΥ, της κοινωνικής ασφάλισης, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του ιδιωτικού τομέα. Η συνύπαρξη όλων αυτών των φορέων είναι επιβεβλημένη, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχουν πόροι ικανοί να στηρίξουν τη μονόπλευρη ανάπτυξη του ΕΣΥ αλλά και γιατί δεν πρέπει να μείνουν αναξιοποίητοι, για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους, οι υπόλοιποι εταίροι. Αρκεί, βέβαια, να λειτουργούν όλοι με κοινές προδιαγραφές παροχών, ποιότητας και με αυστηρούς ελέγχους. Σωστή είναι επίσης και η υιοθέτηση του μοντέλου της «οικογενειακής ιατρικής» που θα παρέχεται μέσω πρωτοκόλλων από προσωπικούς γιατρούς διαφόρων βασικών ειδικοτήτων, αντί για τον θεσμό του «οικογενειακού γιατρού» που δεν ανταποκρίνεται ούτε στο σύγχρονο νοσολογικό πρότυπο της χώρας, όπου κυριαρχούν τα χρόνια νοσήματα, ούτε στην πληθώρα των εξειδικευμένων γιατρών που διαθέτει η χώρα, στους οποίους οι πολίτες έχουν ήδη άμεση πρόσβαση και ελευθερία επιλογής.
* Από την άλλη, όμως, το σχέδιο νόμου παρουσιάζει και ορισμένες αδυναμίες. Πρώτα απ’ όλα η άμεση εφαρμογή του Συστήματος αφορά μόνο το ταμείο του Δημοσίου (ΟΠΑΔ), το οποίο είναι και το μόνο που υπάγεται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Υγείας. Για τα υπόλοιπα ταμεία (το 90% περίπου του ασφαλισμένου πληθυσμού) προβλέπεται η μελλοντική τους ένταξη εντός 5ετίας κατόπιν υπουργικών αποφάσεων, γεγονός που παραπέμπει στο μέλλον στην ύπαρξη ενός πραγματικού εθνικού συστήματος ΠΦΥ, καθώς αυτό δεν μπορεί να υφίσταται χωρίς τη συμμετοχή τουλάχιστον του ΙΚΑ.
* Σε ό,τι αφορά τους προσωπικούς γιατρούς θα πρέπει ένας εξ αυτών, κατά προτίμηση γενικός γιατρός ή παθολόγος, να λειτουργεί για κάθε πολίτη ως σημείο αναφοράς και ως συντονιστής του θεσμού, έχοντας την ευθύνη του ιατρικού φακέλου, της πρόληψης και της γενικότερης φροντίδας και υποστήριξης.
Διαφορετικά, το όλο εγχείρημα θα κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε απλή μετονομασία των σημερινών συμβεβλημένων γιατρών σε προσωπικούς γιατρούς.
* Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι το σχέδιο νόμου δρομολογεί τη λειτουργία του μοντέλου της «οικογενειακής ιατρικής» παράλληλα με το θεσμό των Κ.Υ. Κάθε ευρωπαϊκή χώρα είχε κατά το παρελθόν επιλέξει είτε το θεσμό των Κ.Υ. (Σουηδία, Ισπανία κ.ά.) είτε το θεσμό του οικογενειακού γιατρού (Αγγλία, Γαλλία κ.ά.) ως τη ραχοκοκαλιά του συστήματος ΠΦΥ.
Στην Ελλάδα, με τα Κ.Υ. του ΕΣΥ και τα Πολυϊατρεία του ΙΚΑ έχουμε ήδη κάνει τη δική μας επιλογή. Το να δημιουργηθεί ένας νέος θεσμός προσωπικών γιατρών, παράλληλα και έξω από τις υφιστάμενες υποδομές, και άσκοπο είναι, και πέρα από τις οικονομικές μας δυνατότητες.
* Η οικογενειακή ιατρική στη χώρα μας πρέπει να λειτουργήσει ως θεσμός που θα στεγάζεται σε δημόσιες ή ιδιωτικές υποδομές του τύπου των Κ.Υ. ή των Πολυϊατρείων. Με άλλα λόγια, οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες προσωπικοί γιατροί θα πρέπει να συγκροτηθούν σε συνεργαζόμενες ομάδες που με ευέλικτες μορφές συνύπαρξης και συστέγασης να μπορούν να προσφέρουν ολοκληρωμένη και συντονισμένη ΠΦΥ καθ’ όλο το 24ωρο.
* Γι’ αυτό, πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται να ενισχυθούν και να αναβαθμιστούν οι πρωτοβάθμιες υποδομές του ΕΣΥ και του ΙΚΑ και να δοθούν κίνητρα για την ανάπτυξη ανάλογων υποδομών από την Τ.Α. και τον ιδιωτικό τομέα. Δεν υπάρχει δε κανένας ουσιαστικός λόγος να περιορίζονται τα Πολυϊατρεία της Τ.Α. μόνο στην Πρόληψη, όπως προβλέπει το σχέδιο νόμου.
Ολες αυτές οι υποδομές μαζί με τα συμβεβλημένα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα και όλες τις άλλες σύγχρονες πρωτοβάθμιες μονάδες, όπως είναι η νοσηλεία στο σπίτι, οι κλινικές ημέρας, τα κέντρα αποκατάστασης κ.τ.λ. θα μπορούν να συναποτελέσουν ένα ολοκληρωμένο εθνικό σύστημα ΠΦΥ, το οποίο εκτός από κεντρική διοίκηση θα χρειαστεί και περιφερειακή διοίκηση, καθώς και την οργάνωση τοπικών συστημάτων ΠΦΥ σε επίπεδο μεγάλων δήμων ή νομών.
* Η περιφερειακή διοίκηση μέσω των ΔΥΠΕ θα πρέπει να ασκείται στο σύνολο των συμβεβλημένων μονάδων και όχι μόνο αυτών του ΕΣΥ, όπως αναφέρει το σ/ν, διαφορετικά δεν θα υπάρχει ούτε εποπτεία, ούτε συντονισμός, ούτε έλεγχος. Τα δε τοπικά συστήματα, με την εμπλοκή και των κοινωνικών εταίρων, θα μπορούν να εξυπηρετούν κοινές αρχές και κοινούς στόχους με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες υγείας του κάθε τοπικού πληθυσμού, αντλώντας τους αναγκαίους πόρους από την κοστολόγηση όλων των παρεχόμενων υπηρεσιών, γεγονός που ασφαλώς διευκολύνεται και από την σωστά προτεινόμενη ηλεκτρονική κάρτα υγείας.
* Μόνο που για να μπορέσει να υλοποιηθεί οποιοδήποτε συνολικό νομοθέτημα για την ΠΦΥ και να μην έχει την τύχη παλαιότερων ανάλογων εγχειρημάτων θα πρέπει να υπάρξει μακρόχρονιος σχεδιασμός και μακροπρόθεσμη δέσμευση. Και αυτή η προϋπόθεση θα εξασφαλιστεί μόνο όταν και το δικό μας ΕΣΥ αποκτήσει χαρακτηριστικά σύγχρονου δημόσιου οργανισμού, με κεντρικά και κυρίως αξιοκρατικά όργανα διοίκησης και με νέες πηγές χρηματοδότησης, όπως εξάλλου συμβαίνει σε όλα τα εθνικά συστήματα υγείας των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου